
άγγελος
engjëll
(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
Ονομαστική | ο άγγελος | οι άγγλεοι |
Γενική | του αγγέλου | των αγγέλων |
Αιτιατική | τον άγγελο | τους αγγέλους |
Κλητική | άγγελος | άγγελοι |
Cite this article as: Fjalor Greqisht, "άγγελος," in Fjalor Greqisht Shqip | Ελληνοαλβανικό Λεξικό, , https://greqisht.shqipopedia.org/%ce%ac%ce%b3%ce%b3%ce%b5%ce%bb%ce%bf%cf%82.