άγιος


άγιος

shenjt
shentor

(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική ο άγιος οι άγιοι
Γενική του αγιού των αγίων
Αιτιατική τον άγιο τους αγίους
Κλητική άγιε άγιοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *