(επίθετο – mbiemër)
i menjëhershëm
direkt
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | άμεσος | άμεση | άμεσο |
γενική | άμεσου | άμεσης | άμεσου |
αιτιατική | άμεσο | άμεση | άμεσο |
κλητική | άμεσε | άμεση | άμεσο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | άμεσοι | άμεσες | άμεσα |
γενική | άμεσων | άμεσων | άμεσων |
αιτιατική | άμεσους | άμεσες | άμεσα |
κλητική | άμεσοι | άμεσες | άμεσα |
[cite]