άνετος


άνετος

(επίθετο – mbiemër)

i rehatshëm

ενικός
ονομαστική άνετος άνετη άνετο
γενική άνετου άνετης άνετου
αιτιατική άνετο άνετη άνετο
κλητική άνετε άνετη άνετο
πληθυντικός
ονομαστική άνετοι άνετες άνετα
γενική άνετων άνετων άνετων
αιτιατική άνετους άνετες άνετα
κλητική άνετοι άνετες άνετα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *