άπληστος


άπληστος

(επίθετο – mbiemër)

lakmitar

ενικός
ονομαστική άπληστος άπληστη άπληστο
γενική άπληστου άπληστης άπληστου
αιτιατική άπληστο άπληστη άπληστο
κλητική άπληστε άπληστη άπληστο
πληθυντικός
ονομαστική άπληστοι άπληστες άπληστα
γενική άπληστων άπληστων άπληστων
αιτιατική άπληστους άπληστες άπληστα
κλητική άπληστοι άπληστες άπληστα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *