άσθμα


άσθμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

astmë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το άσθμα τα άσθματα
γενική του άσθματος των ασθμάτων
αιτιατική το άσθμα τα άσθματα
κλητική άσθμα άσθματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *