άτομο


άτομο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

person

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το άτομο τα άτομα
γενική του ατόμου των ατόμων
αιτιατική το άτομο τα άτομα
κλητική άτομο άτομα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *