άχυρο


άχυρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kashtë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το άχυρο τα άχυρα
γενική του άχυρου των άχυρων
αιτιατική το άχυρο τα άχυρα
κλητική άχυρο άχυρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *