( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
ndjesi
përshtypje
kuptim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αίσθηση | οι αισθήσεις |
γενική | της αίσθησης / αισθήσεως | της αισθήσεων |
αιτιατική | την αίσθηση | τις αισθήσεις |
κλητική | αίσθηση | αισθήσεις |
[cite]