αγγλικός


αγγλικός

(mbiem.)
anglez

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική ο αγγλίκος οι αγγλικοί
Γενική του αγγλικού των αγγλικών
Αιτιατική τον αγγλικό τους αγγλικούς
Κλητική αγγλικέ αγγλικοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *