αγιόκλημα


αγιόκλημα

dorëzonjë
lulemustak

(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική το αγιόκλημα τα αγιοκλήματα
Γενική του αγιοκλήματος των αγιοκλημάτων
Αιτιατική το αγιόκλημα τα αγιοκλήματα
Κλητική αγιόκλημα αγιοκλήματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *