αγκινάρα


αγκινάρα

agjinare
(θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική η αγκινάρα οι αγκινάρες
Γενική της αγκινάρες των αγκιναρών
Αιτιατική την αγκινάρα τις αγκινάρες
Κλητική αγκινάρα αγκινάρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *