αιματηρός


αιματηρός

(επίθετο – mbiemër)

i përgjakshëm

ενικός
ονομαστική αιματηρός αιματηρή αιματηρό
γενική αιματηρού αιματηρής αιματηρού
αιτιατική αιματηρό αιματηρή αιματηρό
κλητική αιματηρέ αιματηρή αιματηρό
πληθυντικός
ονομαστική αιματηροί αιματηρές αιματηρά
γενική αιματηρών αιματηρών αιματηρών
αιτιατική αιματηρούς αιματηρές αιματηρά
κλητική αιματηροί αιματηρές αιματηρά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *