αισιοδοξία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αισιοδοξία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αισιοδοξία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) optimizëm ενικός πληθυντικός ονομαστική η αισιοδοξία οι αισιοδοξίες γενική της αισιοδοξίας των αισιοδοξιών αιτιατική την αισιοδοξία τις αισιοδοξίες κλητική αισιοδοξία αισιοδοξίες [cite]