αιτών


αιτών

(μετοχή-pjesore)

aplikant
kërkues

ενικός
ονομαστική αιτών αιτούσα αιτούν
γενική αιτούντος αιτούσας αιτούντος
αιτιατική αιτούντα αιτούσα αιτούν
κλητική αιτών αιτούσα αιτούν
πληθυντικός
ονομαστική αιτούντες αιτούσες αιτούντα
γενική αιτούντων αιτούντων αιτούντων
αιτιατική αιτούντες αιτούσες αιτούντα
κλητική αιτούντες αιτούσες αιτούντα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *