ακίνδυνος


ακίνδυνος

(επίθετο – mbiemër)

i padëmshëm
i parrezikshëm

ενικός
ονομαστική ακίνδυνος ακίνδυνη ακίνδυνο
γενική ακίνδυνου ακίνδυνης ακίνδυνου
αιτιατική ακίνδυνο ακίνδυνη ακίνδυνο
κλητική ακίνδυνε ακίνδυνη ακίνδυνο
πληθυντικός
ονομαστική ακίνδυνοι ακίνδυνες ακίνδυνα
γενική ακίνδυνων ακίνδυνων ακίνδυνων
αιτιατική ακίνδυνους ακίνδυνες ακίνδυνα
κλητική ακίνδυνοι ακίνδυνες ακίνδυνα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *