ακαδημία


ακαδημία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

akademi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ακαδημία οι ακαδημίες
γενική της ακαδημίας των ακαδημιών
αιτιατική την ακαδημία τις ακαδημίες
κλητική ακαδημία ακαδημίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *