Αλγερία


Αλγερία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

Algjeri

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η Αλγερία
γενική της Αλγερίας
αιτιατική την Αλγερία
κλητική Αλγερία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *