αλεπού


αλεπού

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

dhelpër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αλεπού οι αλεπούδες
γενική της αλεπούς των αλεπούδων
αιτιατική την αλεπού τις αλεπούδες
κλητική αλεπού αλεπούδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *