αλκυόνα


αλκυόνα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

bilbil uji

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αλκυόνα οι αλκυόνες
γενική της αλκυόνας των αλκυόνων
αιτιατική την αλκυόνα τις αλκυόνες
κλητική αλκυόνα αλκυόνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *