αλυσίδα


αλυσίδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

zinxhir

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αλυσίδα οι αλυσίδες
γενική της αλυσίδας των αλυσίδων
αιτιατική την αλυσίδα τις αλυσίδες
κλητική αλυσίδα αλυσίδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *