ανάληψη


ανάληψη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

tërheqje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανάληψη οι αναλήψεις
γενική της ανάληψης / αναλήψεως των αναλήψεων
αιτιατική την ανάληψη τις αναλήψεις
κλητική ανάληψη αναλήψεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *