ανάλυση


ανάλυση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

analizë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανάλυση οι αναλύσεις
γενική της ανάλυσης / αναλύσεως των αναλύσεων
αιτιατική την ανάλυση τις αναλύσεις
κλητική ανάλυση αναλύσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *