ανάπτυξη


ανάπτυξη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

zhvillim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανάπτυξη οι αναπτύξεις
γενική της ανάπτυξης / αναπτύξεως των αναπτύξεων
αιτιατική την ανάπτυξη τις αναπτύξεις
κλητική ανάπτυξη αναπτύξεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *