αναπόφευκτος


αναπόφευκτος

(επίθετο – mbiemër)

i pashmangshëm

ενικός
ονομαστική αναπόφευκτος αναπόφευκτη αναπόφευκτο
γενική αναπόφευκτου αναπόφευκτης αναπόφευκτου
αιτιατική αναπόφευκτο αναπόφευκτη αναπόφευκτο
κλητική αναπόφευκτε αναπόφευκτη αναπόφευκτο
πληθυντικός
ονομαστική αναπόφευκτοι αναπόφευκτες αναπόφευκτα
γενική αναπόφευκτων αναπόφευκτων αναπόφευκτων
αιτιατική αναπόφευκτους αναπόφευκτες αναπόφευκτα
κλητική αναπόφευκτοι αναπόφευκτες αναπόφευκτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *