αναστεναγμός


αναστεναγμός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

psherëtimë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αναστεναγμός οι αναστεναγμοί
γενική του αναστεναγμού των αναστεναγμών
αιτιατική τον αναστεναγμό τους αναστεναγμούς
κλητική αναστεναγμέ αναστεναγμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *