ανασφαλής


ανασφαλής

(επίθετο – mbiemër)

i pasigurt

ενικός
ονομαστική ανασφαλής ανασφαλής ανασφαλές
γενική ανασφαλούς ανασφαλούς ανασφαλούς
αιτιατική ανασφαλή ανασφαλή ανασφαλές
κλητική ανασφαλή(ς) ανασφαλής ανασφαλές
πληθυντικός
ονομαστική ανασφαλείς ανασφαλείς ανασφαλή
γενική ανασφαλών ανασφαλών ανασφαλών
αιτιατική ανασφαλείς ανασφαλείς ανασφαλή
κλητική ανασφαλείς ανασφαλείς ανασφαλή
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *