αναφορά


αναφορά

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

referim
përmendje
referencë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αναφορά οι αναφορές
γενική της αναφοράς των αναφορών
αιτιατική την αναφορά τις αναφορές
κλητική αναφορά αναφορές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *