ανεργία


ανεργία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

papunësi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανεργία οι ανεργίες
γενική της ανεργίας
αιτιατική την ανεργία τις ανεργίες
κλητική ανεργία ανεργίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *