ανθοδοχείο


ανθοδοχείο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

vazo

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ανθοδοχείο τα ανθοδοχεία
γενική του ανθοδοχείου των ανθοδοχείων
αιτιατική το ανθοδοχείο τα ανθοδοχεία
κλητική ανθοδοχείο ανθοδοχεία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *