ανθοπώλης Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανθοπώλης https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανθοπώλης.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) luleshitës ενικός πληθυντικός ονομαστική ο ανθοπώλης οι ανθοπώλες γενική του ανθοπώλη των ανθοπωλών αιτιατική τον ανθοπώλη τους ανθοπώλες κλητική ανθοπώλη ανθοπώλες [cite]