ανθοπώλης


ανθοπώλης

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

luleshitës

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ανθοπώλης οι ανθοπώλες
γενική του ανθοπώλη των ανθοπωλών
αιτιατική τον ανθοπώλη τους ανθοπώλες
κλητική ανθοπώλη ανθοπώλες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *