αντίδοτο


αντίδοτο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kundërhelm
antidotë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αντίδοτο τα αντίδοτα
γενική του αντιδότου / αντίδοτου των αντιδότων / αντίδοτων
αιτιατική το αντίδοτο τα αντίδοτα
κλητική αντίδοτο αντίδοτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *