αντίληψη


αντίληψη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

perceptim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αντίληψη οι αντιλήψεις
γενική της αντίληψης / αντιλήψεως των αντιλήψεων
αιτιατική την αντίληψη τις αντιλήψεις
κλητική αντίληψη αντιλήψεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *