Ανταρκτική


Ανταρκτική

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

(gjeog.)
Antarktiku

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η Ανταρκτική
γενική της Ανταρκτικής
αιτιατική την Ανταρκτική
κλητική Ανταρκτική
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *