αντιδραστήρας


αντιδραστήρας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

reaktor

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αντιδραστήρας οι αντιδραστήρες
γενική του αντιδραστήρα των αντιδραστήρων
αιτιατική τον αντιδραστήρα τους αντιδραστήρες
κλητική αντιδραστήρα αντιδραστήρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *