αντωνυμία


αντωνυμία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

përemër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αντωνυμία οι αντωνυμίες
γενική της αντωνυμίας των αντωνυμιών
αιτιατική την αντωνυμία τις αντωνυμίες
κλητική αντωνυμία αντωνυμίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *