ανυπόμονος


ανυπόμονος

(επίθετο – mbiemër)

i paduruar

ενικός
ονομαστική ανυπόμονος ανυπόμονη ανυπόμονο
γενική ανυπόμονου ανυπόμονης ανυπόμονου
αιτιατική ανυπόμονο ανυπόμονη ανυπόμονο
κλητική ανυπόμονε ανυπόμονη ανυπόμονο
πληθυντικός
ονομαστική ανυπόμονοι ανυπόμονες ανυπόμονα
γενική ανυπόμονων ανυπόμονων ανυπόμονων
αιτιατική ανυπόμονους ανυπόμονες ανυπόμονα
κλητική ανυπόμονοι ανυπόμονες ανυπόμονα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *