αποδημία


αποδημία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

shtegtim
migrim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αποδημία οι αποδημίες
γενική της αποδημίας των αποδημιών
αιτιατική την αποδημία τις αποδημίες
κλητική αποδημία αποδημίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *