αποπληρωμή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αποπληρωμή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αποπληρωμή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) shlyerje borxhi ενικός πληθυντικός ονομαστική η αποπληρωμή οι αποπληρωμές γενική της αποπληρωμής των αποπληρωμών αιτιατική την αποπληρωμή τις αποπληρωμές κλητική αποπληρωμή αποπληρωμές [cite]