αποφασισμένος


αποφασισμένος

(μετοχή-pjesore)

i vendosur

ενικός
ονομαστική αποφασισμένος αποφασισμένη αποφασισμένο
γενική αποφασισμένου αποφασισμένης αποφασισμένου
αιτιατική αποφασισμένο αποφασισμένη αποφασισμένο
κλητική αποφασισμένε αποφασισμένη αποφασισμένο
πληθυντικός
ονομαστική αποφασισμένοι αποφασισμένες αποφασισμένα
γενική αποφασισμένων αποφασισμένων αποφασισμένων
αιτιατική αποφασισμένους αποφασισμένες αποφασισμένα
κλητική αποφασισμένοι αποφασισμένες αποφασισμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *