απόπειρα


απόπειρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

përpjekje
orvatje
tentativë
atentat

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απόπειρα οι απόπειρες
γενική της απόπειρας των αποπειρών
αιτιατική την απόπειρα τις απόπειρες
κλητική απόπειρα απόπειρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *