απόστημα


απόστημα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

lungë
i thatë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το απόστημα τα αποστήματα
γενική του αποστήματος των αποστημάτων
αιτιατική το απόστημα τα αποστήματα
κλητική απόστημα αποστήματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *