απώλεια


απώλεια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

humbje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απώλεια οι απώλειες
γενική της απώλειας των απωλειών
αιτιατική την απώλεια τις απώλειες
κλητική απώλεια απώλειες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *