απών


απών

(επίθετο – mbiemër)

që mungon

ενικός
ονομαστική απών απούσα απόν
γενική απόντος απούσαςαπούσης απόντος
αιτιατική απόντα απούσα απόν
κλητική απών απούσα απόν
πληθυντικός
ονομαστική απόντες απούσες απόντα
γενική απόντων απουσών απόντων
αιτιατική απόντες απούσες απόντα
κλητική απόντες απούσες απόντα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *