αραιωμένος


αραιωμένος

(μετοχή-pjesore)

i holluar

ενικός
ονομαστική αραιωμένος αραιωμένη αραιωμένες
γενική αραιωμένου αραιωμένης αραιωμένες
αιτιατική αραιωμένο αραιωμένη
κλητική αραιωμένε αραιωμένη αραιωμένες
πληθυντικός
ονομαστική αραιωμένοι αραιωμένες αραιωμένα
γενική αραιωμένων αραιωμένων αραιωμένων
αιτιατική αραιωμένους αραιωμένες αραιωμένα
κλητική αραιωμένοι αραιωμένες αραιωμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *