αριστερά


αριστερά

( θηλυκό ουσιαστικό και επίρρημα – emër. gjin. fem. dhe ndajfolje)
majtas

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αριστερά
γενική της αριστεράς
αιτιατική την αριστερά
κλητική αριστερά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *