αριστερόχειρας


αριστερόχειρας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

mëngjarash

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αριστερόχειρας οι αριστερόχειρες
γενική του αριστερόχειρα των αριστεροχείρων
αιτιατική τον αριστερόχειρα τους αριστερόχειρες
κλητική αριστερόχειρα αριστερόχειρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *