αρκτικόλεξο


αρκτικόλεξο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

akronim (fjalë shkurt nga inicialet)

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αρκτικόλεξο τα αρκτικόλεξα
γενική του αρκτικολέξου / αρκτικόλεξου των αρκτικολέξων / αρκτικόλεξων
αιτιατική το αρκτικόλεξο τα αρκτικόλεξα
κλητική αρκτικόλεξο αρκτικόλεξα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *