αρμενικά


αρμενικά

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

armenisht

ενικός πληθυντικός
ονομαστική τα αρμενικά
γενική των ναρμενικά
αιτιατική τα αρμενικά
κλητική αρμενικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *