αρπακτικό


αρπακτικό

(επίθετο – mbiemër)

grabitqar

ενικός
ονομαστική αρπακτικός αρπακτική αρπακτικό
γενική αρπακτικού αρπακτικής αρπακτικού
αιτιατική αρπακτικό αρπακτική αρπακτικό
κλητική αρπακτικέ αρπακτική αρπακτικό
πληθυντικός
ονομαστική αρπακτικοί αρπακτικές αρπακτικά
γενική αρπακτικών αρπακτικών αρπακτικών
αιτιατική αρπακτικούς αρπακτικές αρπακτικά
κλητική αρπακτικοί αρπακτικές αρπακτικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *